καυστηρία

καυστηρία
καυστηρία, ἡ (Μ)
βλ. καυστήριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καυστήρια — καυστήριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • САМФОР и КОППАТИЙ —    • Σαμφόρας и Κοππατίας,          две весьма высоко ценившиеся конские породы, получившие название от выжженных на бедрах знаков букв Сан и Коппа. Arist. Nub. 23, 122. Были еще и другие подобные знаки пород (χαράγματα, καυστήρια клейма); так,… …   Реальный словарь классических древностей

  • καυστήριος — καυστήριος, ία, ον (ΑΜ) [καυστήρ] μσν. 1. αυτός που καυτηριάζει 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καυστηρία η καυτηρίαση* αρχ. το ουδ. ως ουσ. το καυστήριον (μτγν. τ. τού καυτήριον*) το κεραμευτικό καμίνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”